απλοελληνικός

απλοελληνικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που εκφράζεται στην ομιλούμενη ελληνική γλώσσα: Όχι μονάχα έλεγε, αλλά κι έγραφε τους στοχασμούς του στην απλοελληνική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απλοελληνικός — ή, ό 1. αυτός που εκφράζεται στην απλή, καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα 2. το θηλ. ως ουσ. η απλοελληνική (ενν. γλώσσα) η δημοτική, η γλώσσα της καθημερινής ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < απλούς + ελληνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1783 στον Γ. Βενδώτη και… …   Dictionary of Greek

  • απλός — ή, ό (AM ἁπλοῡς, ῆ, οῡν, Α κ. ἀπλόος η, ον)·) 1. μονός 2. ανεπιτήδευτος, απέριττος 3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς νεοελλ. εύκολος, ευκολονόητος αρχ. 1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος 2. καθαρός, αμιγής 3. ανεύθυνος, αναρμόδιος 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”